ὀκνήρ'

ὀκνήρ'
ὀκνηρά , ὀκνηρός
shrinking
neut nom/voc/acc pl
ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός
shrinking
fem nom/voc/acc dual
ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός
shrinking
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ὀκνηρέ , ὀκνηρός
shrinking
masc voc sg
ὀκνηραί , ὀκνηρός
shrinking
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”